- συναποστατήσασαι
- συναποστατήσᾱσαι , σύν , ἀπό-στατέωaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)συναποστατήσᾱσαι , σύν-ἀποστατέωstand aloof fromaor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.